- παιδαγώγηση
- η (Α παιδαγώγησις) [παιδαγωγώ]η αγωγή τών παιδιών, η διαπαιδαγώγηση («αἱ τῶν ὀλισθηρῶν ὀφθαλμῶν παιδαγωγήσεις», Κλήμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδαγώγηση — η η καθοδήγηση, η ανατροφή του παιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδαγωγήσῃ — παιδαγωγέω attend as a aor subj mid 2nd sg παιδαγωγέω attend as a aor subj act 3rd sg παιδαγωγέω attend as a fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλούχηση — η 1. ο θηλασμός, το βύζαγμα: Η μητέρα σταμάτησε τη γαλούχηση του μωρού μετά τον έκτο μήνα. 2. η ανατροφή, η παιδαγώγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)